- γνωσιολογικός
- -ή, -όο σχετικός με τη γνωσιολογία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γενετήριος — α, ο (AM γενετήριος, ον) [γενετήρ] ο σχετικός με τη γένεση ή τη γέννηση νεοελλ. 1. «γενετήριος ζωή» η διάρκεια τής ζωής κατά την οποία το άτομο έχει αναπαραγωγική ικανότητα 2. (ψυχολ.) «γενετήριος νόμος» γνωσιολογικός νόμος που καθορίζει τη σχέση … Dictionary of Greek
μηδενισμός — ο 1. η μηδένιση, η αναγωγή στο μηδέν 2. η βαθμολογία με μηδέν 3. στάση απόλυτης άρνησης 4. αντίληψη που αρνείται το σύστημα, τους θεσμούς, την ηθική, την ιδεολογία και τις πολιτιστικές παραδόσεις και αξίες μιας δεδομένης κοινωνίας χωρίς να… … Dictionary of Greek